обвалить - ορισμός. Τι είναι το обвалить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι обвалить - ορισμός


обвалить      
сов. перех.
см. обваливать (1*).
ОБВАЛИТЬ      
1. обложить чем-н, сделать насыпь вокруг чего-нибудь.
О. ограду землей.
2. обрушить, вызвать обвал чего-нибудь.
О. стену.
обвалить      
ОБВАЛ'ИТЬ, обвалю, обвалишь, ·совер.обваливать
1), что.
1. Обрушить, вызвать падение, обвал чего-нибудь. Обвалить поленницу дров.
2. чем. Обложить чем-нибудь, сделать насыпь вокруг чего-нибудь, вал (·обл. ). Обвалить избу землею.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обвалить
1. Сможет ли дешевая нефть обвалить российский бюджет?
2. Закончились и игры спекулянтов, пытавшихся обвалить рубль.
3. Обвалить подобным образом ресурс стоит минимум 10 тыс. долларов.
4. К пожеланиям Сороса что-то обвалить уже привыкли все эксперты.
5. А Пекин в ответ пообещал обвалить американский доллар.
Τι είναι обвалить - ορισμός